κειρία

κειρία
η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία)
νεοελλ.
ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα
αρχ.
1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος τού κρεβατιού, πάνω στους οποίους τοποθετούσαν το στρώμα
2. ταινία περιτυλίγματος
3. στον πληθ. αἱ κειρίαι
α) σάβανα, ταινίες με τις οποίες τύλιγαν τον νεκρό
β) ιατρ. ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το καιρός, καιρία «ταινία» προσκρούει σε φωνητικές δυσκολίες. Οι τ. κηρία και κιρία είναι προϊόντα ιωτακιστικής γραφής. Ο τ. καιρία είναι παρ. τού καῖρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κειρία — κειρίᾱ , κειρία girth of a bedstead fem nom/voc/acc dual κειρίᾱ , κειρία girth of a bedstead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίας — κειρίᾱς , κειρία girth of a bedstead fem acc pl κειρίᾱς , κειρία girth of a bedstead fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαι — κειρία girth of a bedstead fem nom/voc pl κειρίᾱͅ , κειρία girth of a bedstead fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαν — κειρίᾱν , κειρία girth of a bedstead fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειριῶν — κειρία girth of a bedstead fem gen pl κειριόω swathe pres part act masc voc sg (doric aeolic) κειριόω swathe pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κειριόω swathe pres part act masc nom sg κειριόω swathe pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαις — κειρία girth of a bedstead fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κειριώ — άω (Α κειριῶ, όω) [κειρία] νεοελλ. περιτυλίγω σχοινί με κειρία* για να τό προφυλάξω από την τριβή αρχ. περιδένω, σπαργανώνω …   Dictionary of Greek

  • κερείη — κερείη, ἡ (Α) ποιητ. τ. τού κειρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κειρία] …   Dictionary of Greek

  • укрой — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. κειρία) пелены, которыми обвивалось тело… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”